Η ξεχασμένη παιδικότητα.
Για τον ενήλικα το παιδί είναι ένας άγνωστος, λέει η Ντολτό, που πιστεύει ότι η παιδική ηλικία δεν είναι απλώς ένα μεταβατικό στάδιο, για κείνη δεν υπάρχει διαφορά σε αυτό που αποκαλεί ‘συμβολική εξυπνάδα’ ανάμεσα σε ένα παιδί ενός έτους και σε έναν ενήλικα εξήντα ετών, είναι αυτή η εξυπνάδα του ανθρώπου που δίνει νόημα στα πράγματα. Η εξυπνάδα είναι ένα φως η λάμψη του κόσμου, που ο καθένας φέρει μέσα του.
Η ξεχασμένη παιδικότητα.
Για τον ενήλικα το παιδί είναι ένας άγνωστος, λέει η Ντολτό, που πιστεύει ότι η παιδική ηλικία δεν είναι απλώς ένα μεταβατικό στάδιο, για κείνη δεν υπάρχει διαφορά σε αυτό που αποκαλεί ‘συμβολική εξυπνάδα’ ανάμεσα σε ένα παιδί ενός έτους και σε έναν ενήλικα εξήντα ετών, είναι αυτή η εξυπνάδα του ανθρώπου που δίνει νόημα στα πράγματα. Η εξυπνάδα είναι ένα φως η λάμψη του κόσμου, που ο καθένας φέρει μέσα του.
Υπάρχει μια βασική ισότητα ανάμεσα σε όλα τα ανθρώπινα πλάσματα και τα παιδιά είναι δέκτες μιας πραγματικότητας που εμείς δεν αντιλαμβανόμαστε πια, παρά ως παραμορφωμένο απόηχο. Είναι προικισμένα με ικανότητες που οι ενήλικες έχουν χάσει: την ικανότητα να επικοινωνούν πέρα από τις λέξεις, τη δύναμη της φαντασίας που τους συνδέει με τους μύθους που βρίσκονται στις ρίζες του πολιτισμού μας. Από εκεί προέρχεται και η ευαισθησία που δείχνουν τα παιδιά στους μύθους και στους θρύλους. Δεν πρέπει να θεωρούμε ότι τα παιδιά δεν καταλαβαίνουν. Με τον τρόπο τους και τη δική τους λογική προσλαμβάνουν ‘την πραγματικότητα της δικής μας πραγματικότητα’.
Κάτι άλλο πολύ σημαντικό στις σχέσεις με τα παιδιά είναι η γλώσσα. Ο άνθρωπος γεννιέται και ζει μέσα στη γλώσσα, η σημασία του τι λέμε, τι εκφράσεις, τι λόγια, τι λέξεις χρησιμοποιούμε όταν μιλάμε στο παιδί και πριν ακόμα γεννηθεί. Με την ομιλία, τις λέξεις μοιραζόμαστε αναμνήσεις, συμβολοποιούμε και διαφοροποιούμαστε. Έτσι και η μητέρα διαφοροποιείται από το παιδί δεν είναι ο ‘’ένας μέσα στον άλλο’’. Ο καθένας έχει μια αυτονομία και παρ’όλα αυτά, και εξαιτίας αυτού, μπορεί να μοιράζεται το ίδιο συναίσθημα μέσα από τη γλώσσα, και όλη αυτή η συμβολική λειτουργία μας επιτρέπει να ξεπεράσουμε και τη διαδικασία του αποχωρισμού. Μέσα από τη γλώσσα το παιδί μπορεί να διαχωριστεί από τη μητέρα του, να αποκτήσει την αυτονομία του γιατί μόνο μέσα από τη γλώσσα μπορεί να υπάρξει μια πραγματική σχέση.
Το να συνομιλούμε με τα παιδιά είναι κάτι πολύ βασικό. Πρέπει να μιλάμε στα παιδιά για οτιδήποτε συμβαίνει, γιατί να θυμάστε η σιωπή είναι πιο τραυματική από τα λόγια. Βέβαια, το να μιλάω προϋποθέτει ότι ακούω.
Τα πρώτα βήματα της αυτονομίας ξεκινάνε γύρω στα 2 έτη, περπατάει, ελέγχει τους σφιγκτήρες βρίσκεται αντιμέτωπο με τις πρώτες απαγορεύσεις. Το παιδί που έχει μεγαλώσει είναι σε συνεχή κίνηση, ασχολείται με διάφορα, κατασκευάζει, αποσυνθέτει, περνάει από όλες τις συναισθηματικές καταστάσεις δεν βαριέται εύκολα και κάτι βρίσκει να κάνει. Αν η μητέρα το συνοδεύει σε αυτή την ανακάλυψη δημιουργώντας ένα πλαίσιο τρυφερό άλλα οριοθετημένο, αν δείχνει επιείκεια και ασφάλεια, αν το αφήνει να έχει εμπειρίες χωρίς να δείχνει άγχος το παιδί θα ρυθμίσει μόνο του την καθαριότητα του και θα ομαλοποιήσει την τροφή.
Αν ένα παιδί πριν τα τρία του έχει από την μητέρα του την εντύπωση ότι εκείνη είναι πάντοτε ευχαριστημένη από κείνο, αν νιώθει αγαπητό και με αξία, ανεξάρτητα από ότι παίρνει (δηλ. τρώει) ή κάνει (αποβάλλει) το παιδί αυτό δε θα νιώσει ποτέ την καταθλιπτική αποστέρηση, δε θα αγχώνεται ποτέ, επειδή δέχεται αγάπη μόνο υπό ορισμένες συνθήκες. Για να περάσει στην αυτονομία το παιδί πρέπει να νιώθει ασφάλεια.
Μερικά πράγματα που χρειάζεται να έχουμε στο μυαλό μας όταν μεγαλώνουμε παιδιά.
Το παιδί πρέπει να είναι αυτόνομο.
Να το αφήνουμε όσο γίνεται ελεύθερο χωρίς να του επιβάλλουμε κανόνες χωρίς λόγο.
Για το παιδί η εκπαίδευση είναι πάντα κακή.
Ότι και να κάνουν οι γονείς η εκπαίδευση στα μάτια του παιδιού είναι πάντα κακή. Όταν το παιδί βρίσκει τους γονείς του τέλειους τότε πρέπει να ανησυχούμε. Αυτή η υποταγή, δείχνει ότι δεν έχει αναπτύξει το αναγκαίο κριτικό πνεύμα που είναι απαραίτητο για να γίνει αυτόνομο και δεν είναι υγιές.
Ο γονιός έχει πάντα άδικο.
Δεν χρειάζεται να εξαντλούμαστε στο να αποδείξουμε στο παιδί ότι έχουμε δίκιο, ισοδυναμεί με το να θέλουμε να το υποτάξουμε. Πρέπει να μπορούμε να αποδεχτούμε το γεγονός χωρίς ενοχές: για το παιδί ο γονιός έχει άδικο της περισσότερες φορές.
Ένας γονιός μπορεί να είναι άδικος.
Ο γονιός κάνει ότι μπορεί, δεν είναι αλάνθαστος, ούτε παντογνώστης, ούτε παντοδύναμος. Δεν μπορούμε να προσπαθούμε να υποτάξουμε τους γονείς στη τυραννία του μοντέλου του τέλειου γονιού.
Ο πόνος είναι αναπόφευκτος
Το ιδανικό δεν υπάρχει σε αυτόν τον κόσμο. Ακόμα και αν γονείς είναι υποδειγματικοί μπορεί τα παιδιά κάποια στιγμή να παρουσιάσουν προβλήματα. Πάντοτε θα υπάρχουν δυσκολίες. Είναι αδύνατο να προφυλάξουμε το παιδί από τις δυσκολίες. Κι αυτό είναι ίσως το πιο δύσκολο πράγμα που πρέπει να αποδεχτεί ένας γονιός.